μαθημοσύνη

μαθημοσύνη
μαθ-ημοσύνη, ,
A learning, IGRom.4.607 (Phryg.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαθημοσύνη — μαθημοσύνη, ἡ (Α) [μανθάνω] η μάθηση …   Dictionary of Greek

  • πολυμαθημοσύνη — και επικ. τ. πουλυμαθημοσύνη, ἡ, Α το να είναι κανείς πολυμαθής, πολυμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + μαθημοσύνη (< μανθάνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”